- μηλάτης
- μηλάτης και μηλότης, ὁ (Α)ο ποιμένας (α. «μηλόταιποιμένες», Ησύχ.β. «ποιμένων, οἳ καὶ προβατεῑς καλοῡνται καὶ μηλάται», Ευστάθ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Ο. τ. μηλ-ότης < μῆλον (II) «κοπάδι, αγέλη ζώων» + κατάλ. -ότης (πρβλ. ιππ-ότης, τοξ-ότης). Το μηλ-άτης έχει προέλθει πιθ. με απλολογία από τ. *μηλ-ηλάτης (< μῆλον (II) + -ηλάτης < ἐλαυνω), πρβλ. βοηλάτης].
Dictionary of Greek. 2013.